- ἀποβαίνειν
- ἀποβαίνωstep off frompres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποβαίνω — (AM ἀποβαίνω) 1. καταλήγω, καταντῶ 2. καθίσταμαι, γίνομαι, αποδεικνύομαι αρχ. 1. αποβιβάζομαι 2. φεύγω, αναχωρῶ 3. (για πρόσωπα) καταντῶ, γίνομαι 4. (για ελπίδες) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι 5. επιτυγχάνω 6. πραγματοποιοῡμαι, επαληθεύω 7. (μτβ.)… … Dictionary of Greek
επιλήσμων — ἐπιλήσμων, ον (AM) αυτός που έχει την τάση να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», Ξεν.) (| αρχ. αυτός που φέρνει λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήσμων < *λάθ μων < αορ. θ. λαθ. τού λανθάνω (πρβλ. αόρ. β’ έ λαθ ον) με σ… … Dictionary of Greek